- ἀλφιτεῖον
- ἀλφῐτ-εῖον, τό,A mill for grinding ἄλφιτα, Poll.3.78, 7.19, AB 261.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλφιτείον — ἀλφιτεῑον, το (Α) [ἀλφιτεύω] αλευρόμυλος … Dictionary of Greek
ἀλφιτεῖον — mill for grinding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφιτεῖα — ἀλφιτεῖον mill for grinding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφιτείοις — ἀλφιτεῖον mill for grinding neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλφιτεύω — ἀλφιτεύω (Α) αλέθω σιτάρι ή κριθάρι για να κάνω αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφιτεύς. ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεία, ἀλφιτεῖον] … Dictionary of Greek